- εὐαναλύτως
- εὐανάλυτοςeasily analysedadverbialεὐανάλυτοςeasily analysedmasc/fem acc pl (doric)
Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.
Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.
ευανάλυτος — εὐανάλυτος, ον (ΑΜ) αυτός που αναλύεται εύκολα στα στοιχεία του. επίρρ... εὐαναλύτως με τρόπο ευανάλυτο. [ΕΤΥΜΟΛ. < ευ + ανα λύω] … Dictionary of Greek